
Δεν μπορώ να μείνω έγκυος. Από που μπορώ να ξεκινήσω; Πότε πρέπει να απευθυνθώ σε κάποιον που μπορεί να με βοηθήσει;
Γράφει ο
Παναγιώτης Καραντζής
Μαιευτήρας Γυναικολόγος,
Ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, Μονάδα ΥΓΕΙΑ IVF ΕΜΒΡΥΟΓΕΝΕΣΙΣ
Τα παραπάνω είναι συχνά ερωτήματα που απασχολούν μια γυναίκα στην σύγχρονη εποχή. Το πρώτο ερώτημα συχνά τίθεται άκαιρα, δηλαδή όταν δεν επιτυγχάνεται μια εγκυμοσύνη τους πρώτους 2-3 μήνες.
Η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Μία γυναίκα νεαρή σε ηλικία, κάτω των 35 ετών με κανονικό κύκλο και χωρίς προβλήματα υγείας, μπορεί να περιμένει έως ένα έτος προσπαθώντας με ελεύθερες επαφές προς επίτευξη εγκυμοσύνης.
Να σημειωθεί ότι η συχνότητα των επαφών θα πρέπει να κυμαίνεται από 2-3 φορές τουλάχιστον την εβδομάδα. Αν η γυναίκα είναι πολύ πάνω από τα 35 έτη, το χρονικό διάστημα ελεύθερων επαφών περιορίζεται στους 6 μήνες.
Αν υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις όπως, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, πολυκυστικές ωοθήκες, θυρεοειδοπάθειες η διερεύνηση πρέπει να ξεκινήσει άμεσα.
Επίσης κατά τον ετήσιο γυναικολογικό της έλεγχο, μπορεί να ανιχνευθούν εύκολα παράγοντες υπογονιμότητας όπως ενδομήτριοι πολύποδες, ινομυώματα, ενδομητρίωση (σοκολατοειδείς κύστεις) πού εύκολα με την απομάκρυνση τους η γονιμότητα αποκαθίσταται αυτόματα ή σε μεγάλο βαθμό.
Αν εν πάση περιπτώσει, τα παραπάνω χρονικά διαστήματα παρέλθουν, τότε είναι φρόνιμο η γυναίκα να απευθυνθεί καταρχήν και πάλι στον γυναικολόγο της ο οποίος μπορεί να συστήσει περαιτέρω διερεύνηση. Αυτή περιλαμβάνει τον έλεγχο βατότητας των σαλπίγγων και τον έλεγχο της ποιότητας του σπέρματος.
Η βατότητα των σαλπίγγων γίνεται με 2 μεθόδους, την παραδοσιακή σαλπιγγογραφία αλλά και με την χρήση ειδικού αφρού με την βοήθεια υψηλής τεχνολογίας τρισδιάστατου υπερηχοτομογράφου.
Ο έλεγχος σπέρματος γίνεται με ένα απλό σπερμοδιάγραμμα με αποχή από επαφή του συντρόφου 3-4 ημέρες.
Επίσης ένα ορμονικό προφίλ γονιμότητος είναι απαραίτητο, πού να συμπεριλαμβάνει την ΑΜΗ (Anti-Mullerian Hormone) , βασικός δείκτης του ωοθηκικού δυναμικού καθώς και έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας και προλακτίνη. Αν υπάρχει εικόνα πολυκυστικών ωοθηκών χρήσιμο είναι ο έλεγχος των ανδρογόνων , καμπύλής σακχάρου και ινσουλίνης .
Αν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα σε κάθε περίπτωση το ζευγάρι θα πρέπει να παραπέμπεται σε ιατρό υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Δεν πρέπει να χάνεται πολύτιμος χρόνος ακούγοντας απόψεις φίλων, γνωστών , συγγενών που τις πιο πολλές φορές επιβραδύνουν την λήψη των σωστών αποφάσεων μεταφέροντας στρεβλές απόψεις για θέματα υπογονιμότητας και την αντιμετώπιση τους.
Εις επίρρωση των παραπάνω, η ηλικία και ιδιαίτερα στην γυναίκα παίζει σημαντικότατο ρόλο. Ο αριθμός αλλά κυρίως η ποιότητα των ωαρίων μετά την ηλικία των 35 αρχίζει και φθίνει και μετά τα 38-39 αυτό γίνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Ένα ραντεβού με ιατρό της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής θα εντοπίσει το πρόβλημα της υπογονιμότητας σε ένα από τους δύο ή ακόμα και στους δύο. Σε ένα ποσοστό 20% των ζευγαριών δεν θα βρεθεί κάτι συγκεκριμένο (ιδιοπαθής υπογονιμότητα = unexplained infertility). Στην συνέχεια θα χαράξει το κατάλληλο πλάνο προσέγγισης και θεραπείας του ζευγαριού ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να φτάσει το ίδιο το ζευγάρι στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Είναι φρόνιμο το ζευγάρι να επιλέγει με σωφροσύνη και τον ιατρό αλλά και την Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Η παροχή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον θεράποντα ιατρό μέχρι το εργαστήριο με εφαρμοσμένες τεχνολογίες αιχμής ‘state of the art’ , θα δώσει στο ζευγάρι εύκολα να καταλάβει πού έχει έρθει και ότι η προσπάθεια θα στεφθεί σύντομα με επιτυχία.
Είναι επίσης σημαντικό να ακούγεται η φωνή της αλήθειας όταν καταστρώνεται το πλάνο αντιμετώπισης και θεραπευτικής προσέγγισης. Δεν έχει νόημα να προσφέρονται λύσεις που μπορεί να ακούγονται προσωρινά ευχάριστες και πολύ ελπιδοφόρες, αλλά που στην πορεία δεν θα είναι εφαρμόσιμες προξενώντας την απογοήτευση και το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τον γιατρό και την Μονάδα.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εστιάζουμε στο πρόβλημα της γονιμότητας γρήγορα αν και όταν αυτό προκύψει και να μην ‘το σπρώχνουμε κάτω από το χαλί’, έτσι ώστε, οι επιλογές που θα έχουμε να προσφέρουμε ως λύσεις, να μην είναι από την μία, a priori περιορισμένες και από την άλλη, τα ποσοστά επιτυχίας να είναι πολύ υψηλά.