Η πιθανότητα επίτευξης κύησης για κάθε μήνα προσπαθειών, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα γονιμότητας, ανέρχεται σε 15-20%, ενώ στο τέλος του πρώτου χρόνου, περίπου το 86% των ζευγαριών θα έχει επιτύχει κύηση.
Για τον λόγο αυτόν, το όριο του ενός έτους είναι το ευρέως αποδεκτό, πέραν του οποίου το ζευγάρι θα πρέπει να αναζητήσει την βοήθεια του ειδικού. Τα τελευταία χρόνια, έχει επικρατήσει η άποψη, ότι το όριο αυτό πρέπει να μειώνεται στους 6 μήνες όταν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών, ενώ μετά την ηλικία των 40 ετών, ο στοιχειώδης έλεγχος της υπογονιμότητας καλό θα είναι να γίνεται όταν το ζευγάρι ξεκινάει τις προσπάθειες, ώστε να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Η διερεύνηση κάθε ζευγαριού που παρουσιάζει πρόβλημα γονιμότητας, απαιτεί μεθοδικό και συστηματικό έλεγχο που πρέπει να γίνεται και να αξιολογείται από ειδικούς στον τομέα της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Η επιθυμία σας να προσφέρετε απλόχερα την περίσσια αγάπη που κρατάτε μέσα σας είναι και δική μας επιθυμία.
Αφού προηγηθεί η λήψη ενός πλήρους ιστορικού (που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ερωτήσεις για προηγούμενες παθήσεις, επεμβάσεις και κυήσεις, για την διάρκεια και τα χαρακτηριστικά του κύκλου της γυναίκας, για την συχνότητα των σεξουαλικών επαφών και για το χρονικό διάστημα προσπαθειών για σύλληψη), τα θεμελιώδη ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν πριν την εφαρμογή οποιασδήποτε απλής ή σύνθετης μεθόδου υποβοήθησης σε κάποιο ζευγάρι, είναι τα εξής τρία:
1. είναι το σπέρμα του άνδρα ικανό για γονιμοποίηση;
2. απελευθερώνεται κάθε μήνα ωάριο από τις ωοθήκες της γυναίκας;
3. είναι οι σάλπιγγες της γυναίκας διαβατές ώστε να είναι εφικτή η συνάντηση ωαρίου-σπερματοζωαρίου;
Από εκεί και πέρα ο περαιτέρω έλεγχος θα πρέπει να εξειδικεύεται ανάλογα με την περίπτωση.
Ο έλεγχος για αναζήτηση τυχόν γυναικείου παράγοντα υπογονιμότητας περιλαμβάνει:
Η υστεροσαλπιγγογραφία γίνεται 3 με 6 ημέρες μετά το τέλος της περιόδου. Κατά την εξέταση προωθείται σκιαγραφικό υγρό δια μέσου του τραχήλου της μήτρας, και ακολούθως λαμβάνονται ακτινογραφίες σε διάφορα στάδια ώστε να διαπιστωθεί η ευχερής ή μη διάβαση του υγρού δια των σαλπίγγων εντός της πυέλου. Με αυτόν τον τρόπο ελέγχεται η ύπαρξη ανωμαλιών της κοιλότητας της μήτρας, όπως είναι τα διαφράγματα, τα υποβλεννογόνια ινομυώματα ή οι ενδομητρικές συμφύσεις, καθώς και η ύπαρξη ανωμαλιών των σαλπίγγων, όπως διάταση ή απόφραξη του αυλού τους. Θα πρέπει να τονισθεί πως ακόμα και αν έχει αποφασισθεί η εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης για κάποιο ζευγάρι, η υστεροσαλπιγγογραφίαθα πρέπει και πάλι να γίνεται αφού για παράδειγμα, η ύπαρξη υδροσαλπίγγων μειώνει σημαντικά τα αποτελέσματα της προσπάθειας και για τον λόγο αυτόν συνιστάται η αφαίρεσή τους πριν την έναρξή της.
Μια νεότερη μέθοδος είναι η υπερηχογραφική υστεροσαλπιγγογραφία με τη χρήση κατάλληλου υγρού, η οποία γίνεται πιο εύκολα και ανώδυνα και δίνει πολύτιμες πληροφορίες.
Από το ιστορικό και μόνο της γυναίκας, εάν οι κύκλοι της είναι σταθεροί κάθε μήνα, με διάρκεια από 25 έως 34 ημέρες, το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα ωοθυλακιορρηξίας. Μια παραδοσιακή μέθοδος για την τεκμηρίωση της ωοθυλακιορρηξίας, είναι η μέτρηση της θερμοκρασίας του σώματος με ένα κοινό θερμόμετρο, κάθε πρωί, πριν η γυναίκα σηκωθεί από το κρεβάτι. Μια ημέρα μετά την ωοθυλακιορρηξία, εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί, παρατηρείται μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά λίγα δέκατα, που παραμένει έως την έναρξη της επόμενης περιόδου. Η μέθοδος αυτή είναι απλή, έχει όμως το μειονέκτημα ότι η θερμοκρασία του σώματος μπορεί να επηρεασθεί και από πολλούς άλλους παράγοντες, οδηγώντας έτσι σε λάθος συμπεράσματα. Η μέτρηση της προγεστερόνης αίματος 7 ημέρες πριν την αναμενόμενη περίοδο (πχ κατά την 21η ημέρα ενός κύκλου 28 ημερών) δείχνει αυξημένα επίπεδα (άνω των 3 ng/mL) εφόσον έχει προηγηθεί ωοθυλακιορρηξία.
Οι διαδοχικές μετρήσεις της ωχρινοτρόπου ορμόνης, (LH)στο αίμα ή τα ούρα της γυναίκας αποκαλύπτει αυξημένες τιμές της μερικές ώρες πριν από την επερχόμενη ωοθυλακιορρηξία. Τέλος, με διαδοχικά υπερηχογραφήματα, είναι δυνατόν να παρακολουθηθεί το επικρατούν ωοθυλάκιο που μεγαλώνει κατά την διάρκεια του κύκλου και να διαπιστωθεί η ρήξη του όταν και εφόσον γίνει η ωοθυλακιορρηξία.
Τα τελευταία χρόνια, για τον προσδιορισμό των ωοθηκικών αποθεμάτων έχουν επικρατήσει η μέτρηση της αντιμυλλέριας ορμόνης (Antimullerian Hormone – AMH) στο αίμα που μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ημέρα του κύκλου και παρέχει εξαιρετικώς αξιόπιστα αποτελέσματα καθώς και η μέτρηση των μικρών ωοθυλακίων που διακρίνονται με το υπερηχογράφημα κατά τις πρώτες ημέρες του κύκλου (AFC, Antral Follicle Count)Η εκτίμηση των ωοθηκικών αποθεμάτων με την ΑΜΗ αποκτά ιδιαίτερη προγνωστική αξία σε γυναίκες που:
• είναι άνω των 35 ετών
• έχουν οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης
• δεν έχουν άμεσα πλάνα για τεκνοποίηση και θα της ενδιέφερε ή δυνατότητα κρυοσυντήρησης ωαρίων για την διατήρηση της γονιμότητάς τους
• πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση
• είχαν πτωχή ανταπόκριση σε προηγούμενη φαρμακευτική ωοθηκική διέγερση
• παρουσιάζουν ανεξήγητου αιτιολογίας υπογονιμότητα
• έχουν μία ωοθήκη
• έχουν ατομικό ιστορικό χειρουργικών επεμβάσεων στις ωοθήκες, χημειοθεραπείας ή πυελικής ακτινοθεραπείας.
Γίνεται σε περιπτώσεις που υπάρχουν κλινικές υποψίες ενδοκρινολογικής διαταραχής, όπως είναι για παράδειγμα ο δασυτριχισμός, η εικόνα πολυκυστικών ωοθηκών στο υπερηχογράφημα και οι διαταραχές του κύκλου Ο κλασσικός ορμονολογικός έλεγχος πραγματοποιείται σε καθορισμένες ημέρες του κύκλου και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την μέτρηση στο αίμα των επιπέδων οιστρογόνων, προγεστερόνης, ανδρογόνων, εκλυτικών ορμονών της υπόφυσης (FSH, LH), προλακτίνης, θυρεοειδικών ορμονών και άλλων.
Με την λαπαροσκόπηση ελέγχεται όλη η πύελος της γυναίκας και διαπιστώνεται η ύπαρξη συμφύσεων ή ενδομητρίωσης όπως και η κατάσταση των σαλπίγγων, ενώ ερευνάται το αν αυτές είναι διαβατές, με την έγχυση μιας μπλε χρωστικής ουσίας από τον τράχηλο, η οποία εφόσον δεν υπάρχει απόφραξη διαπιστώνεται να βγαίνει από τα σαλπιγγικά στόμια. Η λαπαροσκόπηση πραγματοποιείται πάντα σε χώρο χειρουργείου υπό γενική αναισθησία και με την χρήση κατάλληλου εξοπλισμού.
Επί ύπαρξης αμφιβολιών, όπως και επί ανεύρεσης παθολογίας στην υστεροσαλπιγγογραφία ή το υπερηχογράφημα, ο έλεγχος ίσως χρειασθεί να συμπληρωθεί με την πραγματοποίηση υστεροσκόπησης ή/και λαπαροσκόπησης. Με την υστεροσκόπηση που πρέπει να γίνεται τις πρώτες ημέρες μετά το τέλος της περιόδου, ελέγχεται με ακρίβεια το κανάλι του τραχήλου και η κοιλότητα της μήτρας με τα στόμια των σαλπίγγων που ανοίγουν σε αυτήν. Το υστεροσκόπιο (ένας επιμήκης λεπτός σωλήνας) εισάγεται δια του τραχήλου στην κοιλότητα της μήτρας η οποία ταυτόχρονα γεμίζει με υγρό, και έτσι είναι δυνατή η επισκόπησή της σε ζωντανό χρόνο σε monitor. Επί ανευρέσεως κάποιας παθολογίας (ενδομητρικές ή ενδοτραχηλικές συμφύσεις, πολύποδες ενδομητρίου, διαφράγματα μήτρας) είναι δυνατή η διόρθωσή της εκείνη την στιγμή με την χρήση ειδικών προηγμένων μικροεργαλείων που διέρχονται δια του υστεροσκοπίου. Ιδεατά, η υστεροσκόπηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του στοιχειώδους ελέγχου, συνήθως όμως γίνεται μετά την διενέργεια 2-3 αποτυχημένων εμβρυομεταφορών ή βέβαια όταν υπάρχει υποψία ενδομητρικής παθολογίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση σε πολλές πρόσφατες μελέτες ότι η υστεροσκόπηση σε γυναίκες με 2 ή περισσότερες αποτυχίες εμφύτευσης ίσως αυξάνει τα ποσοστά επιτυχίας στις επόμενες προσπάθειες, ακόμα και αν δεν βρεθεί κάποια συγκεκριμένη παθολογία, κάτι που αποδίδεται στην διέγερση του ενδομητρίου από τον ‘τραυματισμό’ που προκαλείται με την υστεροσκόπηση. Εναλλακτικά, η διέγερση αυτή του ενδομητρίου μπορεί να γίνει μέσω τραυματισμών με λεπτό καθετήρα που εισάγεται δια του τραχήλου στην ενδομητρική κοιλότητα, μια τεχνική που είναι γνωστή και ως scratching, και γίνεται στον προηγούμενο της εμβρυομεταφοράς κύκλο.
Τέλος, κάθε ζευγάρι που πρόκειται να υποβληθεί σε οποιαδήποτε μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, θα πρέπει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία να ελεγχθεί (και οι δύο σύντροφοι) για αυστραλιανό αντιγόνο ηπατίτιδας Β, για ηπατίτιδα C, για τον ιό HIV, και λοίμωξη από σύφιλη.